δεδουλευμένος

δεδουλευμένος
-η, -ο
βλ. δουλεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δουλεύω — (AM δουλεύω) [δούλος] 1. είμαι δούλος, υπηρέτης 2. είμαι υπόδουλος, υποταγμένος 3. εργάζομαι σωματικά ή πνευματικά για να κερδίσω τα αναγκαία για τη ζωή 4. προσφέρω υπηρεσία, υπηρετώ («την πατρίδα σου να δουλέψης», Ψυχάρης) μσν. νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • δουλεύομαι — δουλεύομαι, δουλεύτηκα, δουλεμένος βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: δουλεύομαι : η λόγια μτχ. δεδουλευμένος χρησιμοποιείται προκειμένου να χαρακτηριστούν μισθοί κτλ. (δεδουλευμένα ημερομίσθια) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”